- αγνωσία
- Η απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης των ερεθισμάτων. Διακρίνεται σε οπτική α. ή ψυχική τύφλωση, όταν o άρρωστος δεν μπορεί να αναγνωρίσει το αντικείμενο βλέποντάς το, ενώ μπορεί να το αναγνωρίσει με την ακοή ή με την αφή· σε απτική α. ή αστερεογνωσία, όταν o άρρωστος, έχοντας τα μάτια κλειστά, δεν μπορεί vα αναγνωρίσει με την αφή τα αντικείμενα που πιάνει· σε ακουστική α. ή ψυχική κώφωση, όταν o άρρωστος δεν μπορεί να αναγνωρίσει ούτε τους πιο απλούς ήχους, όπως του κουδουνιού ή της βροχής κλπ. Η α. είναι δυνατόν να υπάρχει ήδη στο νεογέννητο (συγγενής α.) ή να παρουσιαστεί σε οποιαδήποτε ηλικία και είναι εκδήλωση βλάβης των εγκεφαλικών ημισφαιρίων.
* * *και αγνωσιά η (Α ἀγνωσία) [ἄγνωτος]1. έλλειψη γνώσης ή ενημερότητας σε κάτι, αμάθεια, άγνοια2. Ιατρ.. Αδυναμία αναγνωρίσεως τών διαφόρων ερεθισμάτων που παραλαμβάνονται από τα αισθητήρια όργανα, λόγω βλάβης συγκεκριμένων περιοχών τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίωναρχ.το να παραμένει κάτι άγνωστο, η αφάνεια.
Dictionary of Greek. 2013.