αγνωσία

αγνωσία
Η απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης των ερεθισμάτων. Διακρίνεται σε οπτική α. ή ψυχική τύφλωση, όταν o άρρωστος δεν μπορεί να αναγνωρίσει το αντικείμενο βλέποντάς το, ενώ μπορεί να το αναγνωρίσει με την ακοή ή με την αφή· σε απτική α. ή αστερεογνωσία, όταν o άρρωστος, έχοντας τα μάτια κλειστά, δεν μπορεί vα αναγνωρίσει με την αφή τα αντικείμενα που πιάνει· σε ακουστική α. ή ψυχική κώφωση, όταν o άρρωστος δεν μπορεί να αναγνωρίσει ούτε τους πιο απλούς ήχους, όπως του κουδουνιού ή της βροχής κλπ. Η α. είναι δυνατόν να υπάρχει ήδη στο νεογέννητο (συγγενής α.) ή να παρουσιαστεί σε οποιαδήποτε ηλικία και είναι εκδήλωση βλάβης των εγκεφαλικών ημισφαιρίων.
* * *
και αγνωσιά η (Α ἀγνωσία) [ἄγνωτος]
1. έλλειψη γνώσης ή ενημερότητας σε κάτι, αμάθεια, άγνοια
2. Ιατρ.. Αδυναμία αναγνωρίσεως τών διαφόρων ερεθισμάτων που παραλαμβάνονται από τα αισθητήρια όργανα, λόγω βλάβης συγκεκριμένων περιοχών τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων
αρχ.
το να παραμένει κάτι άγνωστο, η αφάνεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀγνωσία — ἀγνωσίᾱ , ἀγνωσία ignorance fem nom/voc/acc dual ἀγνωσίᾱ , ἀγνωσία ignorance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνωσία — αγνωσία, η και αγνωσιά, η έλλειψη γνώσης, αμάθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγνωσίᾳ — ἀγνωσίαι , ἀγνωσία ignorance fem nom/voc pl ἀγνωσίᾱͅ , ἀγνωσία ignorance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωσίας — ἀγνωσίᾱς , ἀγνωσία ignorance fem acc pl ἀγνωσίᾱς , ἀγνωσία ignorance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωσίαι — ἀγνωσία ignorance fem nom/voc pl ἀγνωσίᾱͅ , ἀγνωσία ignorance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωσίαν — ἀγνωσίᾱν , ἀγνωσία ignorance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωσίαις — ἀγνωσία ignorance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωσίη — ἀγνωσία ignorance fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωσίην — ἀγνωσία ignorance fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωσίης — ἀγνωσία ignorance fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”